- μοιράζομαι
- μοιράζομαι, μοιράστηκα, μοιρασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταδατούμαι — καταδατοῡμαι, έομαι (Α) 1. μοιράζομαι τροφή με άλλους 2. κατασπαράζω 3. διανέμω, μοιράζω («τὰν γᾱν κατεδασσάμεθα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δατοῦμαι «μοιράζομαι κάτι με άλλους»] … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
άδαστος — ἄδαστος, ον (Α) αμοίραστος, αμέριστος, αδιανέμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *δαστός (πρβλ. μυκηναϊκό e pi da to, «ἐπίδαστος») < ἐδασάμην, δάσασθαι, αόρ. τού δατέομαι (= μοιράζομαι κάτι με κάποιον άλλο, κόβω σε τεμάχια, σχίζω)] … Dictionary of Greek
αδελφομοιράζω — 1. διανέμω, μοιράζω την πατρική περιουσία μεταξύ αδελφών 2. μοιράζομαι αυτή την περιουσία με τα αδέλφια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μοιράζω. ΠΑΡ. αδελφομοιρασιά, αδελφομοίρασμα] … Dictionary of Greek
δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… … Dictionary of Greek
διαδατέομαι — (Α) [διατέομαι] 1. μοιράζομαι μαζί με άλλους 2. διαχωρίζω, μοιράζω … Dictionary of Greek
διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… … Dictionary of Greek
διαμοιράζω — (Α διαμοιράζω) 1. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω 2. τεμαχίζω κάτι και τό διανέμω 3. κατανέμω 4. ( ομαι) μοιράζομαι με άλλον νεοελλ. 1. κομματιάζω, κατασπαράσσω 2. τοποθετώ αραιά … Dictionary of Greek
επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… … Dictionary of Greek
επιμερίζω — (AM ἐπιμερίζω) χωρίζω σε μερίδια, διαμοιράζω μσν. μέσ. ἐπιμερίζομαι μοιράζομαι κάτι με άλλον αρχ. 1. δίνω ως μερίδιο, κληρονομιά 2. αστρολ. καθορίζω πόσα χρόνια θα ζήσει κάποιος 3. αριθμώ, αναφέρω ξεχωριστά 4. γραμμ. εκφέρω μια λέξη που εκφράζει… … Dictionary of Greek